βόρβορον

βόρβορον
βόρβορος
mire
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκπλύνω — (AM ἐκπλύνω) 1. πλένω καλά, ξεπλένω 2. καθαρίζω ψυχικά, εξαγνίζω («τὸν βόρβορον τῶν πράξεων δάκρυσιν ἐκπλυθεῑσα», «Χαῑρε, λουτήρ, ἐκπλύνων συνείδησιν») …   Dictionary of Greek

  • εξαποπτύω — ἐξαποπτύω (Μ) αποπτύω, φτύνω έξω, αποβάλλω, εκπέμπω («ἐξαποπτύον βόρβορον», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • κυκώ — κυκῶ, άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, άω (Α) 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ. β. «αἱ μὴ τί τ εἴπην γλώσσ ἐκύκα κακόν», Σαπφ. γ. «τοῡ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.) 2. αναταράσσω… …   Dictionary of Greek

  • ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… …   Dictionary of Greek

  • συνερανίζω — Α 1. συνεισφέρω από κοινού με άλλους («τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον», Φιλόδ.) 2. συλλέγω, μαζεύω από πολλές μεριές («τοσοῡτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρανίζω (< ἔρανος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”